- ποδοπατιέμαι
- ποδοπατιέμαι, ποδοπατήθηκα, ποδοπατημένος βλ. πίν. 59
και πρβλ. ποδοπατούμαι
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταπλακώνω — (Μ καταπλακώνω) (επιτ. τ. τού πλακώνω) 1. πέφτω πάνω σε κάτι και με το βάρος μου τό συνθλίβω, συντρίβω εντελώς («κατέπεσε ο τοίχος και καταπλάκωσε δύο εργάτες») 2. επιχωματώνω 3. (για συναίσθημα) κατακυριεύω, πλακώνω την ψυχή 4. (μέσ. και παθ.)… … Dictionary of Greek
ποδοπατούμαι — ποδοπατούμαι, ποδοπατήθηκα, ποδοπατημένος βλ. πίν. 74 και πρβλ. ποδοπατιέμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής